- βουτηχτός
- η , ό погружённый (в жидкость); обмакнутый;
βουτηχτός στίς λάσπες (στη σκόνη) — запачканный, покрытый грязью (пылью);
βουτηχτός στ' αλεύρια — весь в муке;
βουτηχτός στον ιδρωτα — взмокший от пота; — пот градом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.