βουτηχτός

βουτηχτός
η , ό погружённый (в жидкость); обмакнутый;

βουτηχτός στίς λάσπες (στη σκόνη) — запачканный, покрытый грязью (пылью);

βουτηχτός στ' αλεύρια — весь в муке;

βουτηχτός στον ιδρωτα — взмокший от пота; — пот градом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βουτηχτός" в других словарях:

  • βουτηχτός — ή, ό [βουτώ] 1. αυτός που έχει βυθιστεί σε νερό, υγρό, χρέος κ.λπ. 2. βρεγμένος, σκεπασμένος από υγρό («βουτηχτός στη λάσπη», «βουτηχτός στο αίμα» κ.λπ.) 3. (για ψάρια και θαλασσινά) εκείνος που ψαρεύεται με βουτιές …   Dictionary of Greek

  • βουτηχτός — ή, ό επίρρ. βουτηχτά ο βρεγμένος, ο βουτηγμένος: Έφαγα ψωμί βουτηχτό στο γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»